- γλυκύδακρυς
- γλυκύδακρυς, -υ (Α)αυτός που φέρνει στα μάτια γλυκά δάκρυα («γλυκύδακρυς Ἔρως»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκύδακρυς — shedding sweet tears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύδακρυν — γλυκύδακρυς shedding sweet tears masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek